- δωρικός ρυθμός
- Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας. Εμφανίστηκε από τον 8o αι., εξελίχθηκε κατά την αρχαϊκή εποχή (7ος-6ος αι.) και παρουσίασε τα λαμπρότερα δείγματά του στους κλασικούς χρόνους (5ος-4ος αι.).
H χαρακτηριστικότερη έκφραση του δ.ρ. υπήρξε ο ναός, που κατασκευάστηκε κατά τη γεωμετρική και στα πρώτα χρόνια της αρχαϊκής περιόδου, από ωμές πλίνθους (τούβλα), μικρές πέτρες, πηλό και ξύλα, και αργότερα από πωρόλιθο, επιχρισμένο με λεπτόκοκκο κονίαμα, ή από μάρμαρο. Είχε το σχήμα τετράπλευρου ορθογώνιου, όπως και το προϊστορικό μέγαρο, το οποίο ήταν χωρισμένο βασικά σε τρία μέρη: τον πρόδομο ή πρόναο, ανοιχτή στοά στην ανατολική πλευρά της εισόδου, τον σηκό, επίσημη αίθουσα όπου βρισκόταν συνήθως τοποθετημένο το λατρευτικό άγαλμα του θεού, και το άδυτο ή θησαυροφυλάκιο, δωμάτιο πίσω από τον σηκό. Για πρακτικούς και αισθητικούς λόγους προστέθηκε στους ναούς και οπισθόδομος, κατασκευή όμοια με τον πρόδομο, που τοποθετήθηκε στη δυτική πλευρά του οικοδομήματος. Τέλος, για να προφυλάσσονται οι τοίχοι από τις κακοκαιρίες, για να υποστηρίζεται καλύτερα η στέγη αλλά και για να δοθεί πιο μνημειακός χαρακτήρας στην εμφάνιση του ναού, το σύνολο περιστοιχίστηκε από μία κιονοστοιχία, την περίστασιν πτερόν (ναός περίπτερος). Το οικοδόμημα ήταν τοποθετημένο σε μια ψηλή βαθμιδωτή βάση, την κρηπίδα κρηπίδωμα, πάνω στην επιφάνεια της οποίας, τον στυλοβάτη, στηρίζονταν οι κολόνες (κίονες) και οι τοίχοι. Όσον αφορά τα γενικά αυτά χαρακτηριστικά, o δωρικός ναός δεν διέφερε ουσιαστικά από τον ιωνικό και τον κορινθιακό. Οι διαφορές τους εντοπίζονταν κυρίως στις αναλογίες και στη μορφή που είχαν οι κολόνες καθώς και το ανώτερο τμήμα του κτιρίου πάνω από αυτές, που ονομαζόταν θριγκός. Η δωρική κολόνα, που προήλθε από την κρητομυκηναϊκή, ήταν χαμηλότερη και βαρύτερη από την ιωνική και στηριζόταν απευθείας στον στυλοβάτη, χωρίς να παρεμβάλλεται ιδιαίτερη βάση. Η τοποθέτησή της δεν ήταν εντελώς κατακόρυφη, αλλά συνέκλινε ελαφρώς προς τους τοίχους, προσδίδοντας στο οικοδόμημα μια ανεπαίσθητη μορφή κόλουρης πυραμίδας. Ο κορμός της, ενώ στένευε όσο προχωρούσε προς τα πάνω (μείωση), περίπου στο ένα τρίτο του ύψους της διογκωνόταν ελαφρώς (ένταση), δίνοντας την εντύπωση ενός ζωντανού ελαστικού οργανισμού υπό την επίδραση βάρους. Οι είκοσι, συνήθως, κάθετες ραβδώσεις της, με τις οξείες ακμές, μείωναν οπτικά το πάχος της και κατηύθυναν το βλέμμα προς τη στέψη του ναού. Το κιονόκρανο, με τον στρογγυλό εχίνο σε σχήμα ανοιχτού κυπέλλου, κατέληγε στην τετράγωνη πλάκα του άβακα και αποτελούσε τη μετάβαση προς τον θριγκό, ο οποίος χωριζόταν σε τρία επάλληλα οριζόντια τμήματα· το επιστύλιο, το διάζωμα και το γείσο. Στο επιστύλιο (συνδετική δοκός για τις κολόνες) στηριζόταν το διάζωμα με εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες. Τα τρίγλυφα είχαν στενή σχέση με τις κολόνες, τόσο όσον αφορά το κατακόρυφο ραβδωτό σχήμα τους όσο και την τοποθέτησή τους στους άξονες της κάθε κολόνας και στη μέση των μετακιονίων (των κενών διαστημάτων ανάμεσα σε δύο κολόνες). Η ρυθμική τους επανάληψη, με διπλάσια συχνότητα από εκείνη της κιονοστοιχίας, δημιουργούσε, μαζί με τις ενδιάμεσες μετόπες, μια ισχυρή ταινία, η οποία περιέβαλε τον ναό και εξασφάλιζε την οπτική συνοχή του, εκτείνοντας την κίνηση της κιονοστοιχίας προς ένα ιδεατό κέντρο και παρεμποδίζοντας τη διαλυτική επίδραση του φωτός. Αν τα ακραία τρίγλυφα τηρούσαν, όπως όλα τα άλλα, την κανονική θέση τους στους άξονες των αντίστοιχων κολόνων, τότε το διάζωμα θα ήταν στενότερο από την κιονοστοιχία ή θα κατέληγε σε τμήμα μετόπης, λύση απαράδεκτη για την καλαισθησία των Ελλήνων. Έπρεπε, λοιπόν, είτε να μεγαλώσει η απόσταση μεταξύ των τελευταίων τρίγλυφων, με συνέπεια να δημιουργηθεί μια χαλάρωση στα άκρα του διαζώματος, είτε να διασπαστεί η αξονική σχέση κολόνας και τρίγλυφου και οι γωνιαίες κολόνες να προσεγγίσουν τις αμέσως πλησιέστερές τους. Η λύση που επιλέχθηκε τελικά παρουσίαζε το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι ενίσχυε και τις κάθετες καταλήξεις των κτιρίων, όπως το διάζωμα ενίσχυε τις οριζόντιες. Ένα τελικό περίγραμμα, το γείσο, επέστεφε το διάζωμα και ακολουθούσε, στις δύο στενές πλευρές, το τριγωνικό σχήμα των αετωμάτων που σχημάτιζε η αμφικλινής στέγη.
Ο δωρικός ναός, παρά τη φαινομενική απλότητά του, χρειάστηκε αιώνες αναζητήσεων για να φτάσει στην κλασική τελειότητά του: αναζητήσεις μέτρων και αναλογιών, σχέσεων διαμέτρου της κολόνας προς το ύψος του, ύψους κολόνας και θριγκού, στενών πλευρών με μακριές, αριθμού και αποστάσεων κάθε κολόνας, σχήματος εχίνου και διακοσμητικών στοιχείων κ.ά. Τα κτίρια, βαρύτερα και χαμηλότερα στην αρχαϊκή εποχή, έγιναν ελαφρύτερα και ψηλότερα στην κλασική, διατήρησαν όμως τον σοβαρό, λιτό και αυστηρό χαρακτήρα τους. Ο πλαστικός και ζωγραφικός διάκοσμος που συμπλήρωνε την εξωτερική τους εμφάνιση μαρτυρούσε την ίδια φροντίδα ισορροπίας και τον ίδιο σεβασμό προς την αρχιτεκτονική κατασκευή. Ο πλαστικός διάκοσμος δεν καταλάμβανε ποτέ τα κύρια αρχιτεκτονικά μέλη, αλλά περιοριζόταν στις ουδέτερες κάθετες επιφάνειες των αετωμάτων (τύμπανα) και των μετοπών, τόνιζε τις τρεις γωνίες του αετώματος με φυτικά ή ζωόμορφα ακρωτήρια ή καλλώπιζε τις υδρορρόες της στέγης με λεοντοκεφαλές. Ο ζωγραφικός διάκοσμος ακολουθούσε τις ίδιες συνθετικές αντιλήψεις. Σχημάτιζε σε καθορισμένες θέσεις μαιάνδρους, ανθέμια, κυμάτια ή συμπλήρωνε με τα χρώματά του ορισμένα σημεία των γλυπτών (κεντήματα φορεμάτων) και συντελούσε στην προβολή των αναγλύφων, καλύπτοντας με ζωηρά χρώματα το βάθος στο οποίο ήταν προσαρμοσμένα. Στο εσωτερικό των ναών η διακόσμηση, που ήταν περισσότερο ελεύθερη, επεκτεινόταν συχνά και στους τοίχους για να τους εμπλουτίσει με τοιχογραφίες, χάλκινα ελάσματα και άλλα στοιχεία.
Ο δωρικός ναός, παρότι κανένα στοιχείο της κατασκευής του δεν ήταν τυχαίο, δεν υπήρξε ποτέ μια καθαρά εγκεφαλική κατασκευή. Ήταν απλά ένας φυσικός οργανισμός, τον οποίο η μεγάλη δύναμη του δημιουργικού νου προσάρμοζε στο περιβάλλον, αλλά και στις ιδιότητες ή στις ατέλειες του κοινού ανθρώπου στον οποίο απευθυνόταν, με τον πιο απλό και σαφή τρόπο, για να τον διδάξει και να τον κατευθύνει προς τις υψηλότερες έννοιες της θείας αρμονίας. Στην ατέλεια του ανθρώπινου ματιού, που βλέπει μια μακρά ευθεία γραμμή σαν να κάμπτεται προς το κέντρο, οφείλονται και οι περίφημες κυρτώσεις των ευθείων γραμμών, οι οποίες στον στυλοβάτη του Παρθενώνα φτάνουν το ύψος των 10 εκ. στις μακριές πλευρές και των 7,5 εκ. στις στενές πλευρές.
Από τους κυριότερους αρχαϊκούς δωρικούς ναούς είναι ο ναός της Ήρας στην Ολυμπία τα τέλη του 7ου αι. π.Χ., του Απόλλωνα στην Κόρινθο (γύρω στο 585 π.Χ.) και οι ναοί των αρχαϊκών πόλεων της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας: του Σελινούντα, της Ποσειδωνίας, του Ακράγαντα, των Συρακουσών, της Εγέστης, της Πομπηίας κ.ά.
Οι λαμπρότεροι, όμως, δωρικοί ναοί, φημισμένοι για την αρχιτεκτονική και τον πλαστικό τους διάκοσμο, είναι οι κλασικοί του 5ου αι. της Αφαίας στην Αίγινα (αρχές 5ου αι.), του Δία στην Ολυμπία (μεταξύ 470 και 457), ο Παρθενώνας (447-438) στην Ακρόπολη της Αθήνας, ο ναός του Ηφαίστου (Θησείο) στην Αθήνα, του Ποσειδώνα στο Σούνιο και της Νέμεσης στη Ραμνούντα. Περίφημοι ναοί του 4ου αι. π.Χ. είναι της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα, του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, του Απόλλωνα στους Δελφούς κ.ά.
Μετά τον 4ο αι. ο παραδοσιακός δ.ρ. χρησιμοποιήθηκε σπανιότερα, αγνοήθηκε από τη ρωμαϊκή και την αναγεννησιακή αρχιτεκτονική και επανήλθε με αρκετές αλλοιώσεις στα νεοκλασικά κτίρια του 19ου αι. Γενικά, ο δ.ρ., παρά τις τροποποιήσεις που γνώρισε στο πέρασμα των αιώνων, παραμένει ο επιβλητικότερος και ο λιτότερος από τους τρεις βασικούς ρυθμούς που κυριάρχησαν στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική της κλασικής εποχής.
Ο αρχαιότερος από τους ελληνικούς ναούς της Ποσειδωνίας (Paestum) (6ος αι. π.Χ.)· αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα δωρικής αρχιτεκτονικής των ελληνικών πόλεων της νότιας Ιταλίας (φωτ. Gilardi).
Ο ναός του Ηφαίστου («Θησείο») στην Αθήνα, έξοχο δείγμα δωρικού ρυθμού, ήταν φημισμένος για την αρχιτεκτονική και τον πλαστικό του διάκοσμο (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Από τους περίφημους δωρικούς ναούς του 5ου αι. π.Χ., ο ναός της Αφαίας στην Αίγινα, φημισμένος για την αρχιτεκτονική και τον πλαστικό του διάκοσμο.
O μαρμάρινος οκτάστηλος Παρθενώνας (447-438 π.Χ.) στην Ακρόπολη της Αθήνας, έργο των αρχιτεκτόνων Ικτίνου και Καλλικράτη και του γλύπτη Φειδία, είναι το λαμπρότερο μνημείο δωρικού ρυθμού, παρά τις μεγάλες καταστροφές που γνώρισε στο πέρασμα των αιώνων (φωτ. Ν. Κοντού).
Μία εξωτερική γωνία του Παρθενώνα, ενός από τους λαμπρότερους δωρικούς ναούς του 5ου αι. π.Χ. (φωτ. Ι. Ντεκόπουλου).
Το θέατρο των Δελφών και ο ναός του Απόλλωνα, εξαίρετο δείγμα δωρικού ρυθμού του 4ου αι. π.Χ.
Dictionary of Greek. 2013.